Τα παρακάτω ποιήματα και στιχογραφήματα βραβεύτηκαν στον 3ο Διαγωνισμό Ποίησης Βόλου (2008)

"Μάνα" Νόνη Σταματέλου (1ο βραβείο ποίησης)

"Παιχνίδι αιχμηρό" 

Νόνη Σταματέλου (1ο βραβείο ποίησης)
"Κορίτσι της Κυριακής" Χρήστος Πεντεδήμος (2ο βραβείο ποίησης)
"Ο Γιάννος" Χρήστος Πεντεδήμος (2ο βραβείο ποίησης)
"Η Άγρυπνη Πόλη" Αντώνης Ευθυμίου (2ο βραβείο ποίησης)
"Διαπιστώσεις σε νεκρό χρόνο" Αντώνης Ευθυμίου (2ο βραβείο ποίησης)
"Αθώα Κυδωνιά" Δημήτρης Καπετανάκης (2ο βραβείο ποίησης)
"Σ'ευχαριστώ" Χρήστος Φλουρής (3ο βραβείο ποίησης)
"Προς χάριν αυθεντικότητας" Χρήστος Φλουρής (3ο βραβείο ποίησης)
"Αστικός Λαβύρινθος" Αντώνης Ευθυμίου (3ο βραβείο ποίησης)
"Ο Επιβάτης" Χάρης Μελιτάς (3ο βραβείο ποίησης)
"Πάρτι γενεθλίων" Χάρης Μελιτάς (3ο βραβείο ποίησης)
"Συναρτήσεις του χρόνου" Δημήτρης Καπετανάκης (3ο βραβείο ποίησης)
"Σύντομη προσευχή" Αναστασία Γκίτση (3ο βραβείο ποίησης)
"Σταγόνα" Αφροδίτη Μαλιχούδη (3ο βραβείο ποίησης)
"Αγωνία" Ασπασία Καλομέρα (3ο βραβείο ποίησης)
"Μαρία" Ιωάννης Μαλαμούσης (3ο βραβείο ποίησης)
"Είσαι αστέρι" Γιώργος Ζαχαρόπουλος (3ο βραβείο ποίησης)
"Ο Ταξιάρχης της Ανεμούτσας" Γιώργος Ζαχαρόπουλος (3ο βραβείο ποίησης)
"Ξένος" Γεωργία-Μυρσίνη Γρυμάνη -Τραχανιά (3ο βραβείο ποίησης)
"Ζητείται...η λύση" Βενετία Σιώντα (3ο βραβείο ποίησης)
"Αγιόκλημα και μύρο μου" Μάρω Βλαχάκη - Βουδούρογλου (1ο βραβείο στίχου)
"Πρωτομαγιά" Μάρω Βλαχάκη - Βουδούρογλου (1ο βραβείο στίχου)
  (μελοποιήθηκε από τον Γιώργο Φουντούλη)  
"Η αγάπη έχει αργοπορήσει" Μάρω Βλαχάκη - Βουδούρογλου (1ο βραβείο στίχου)
  (μελοποιήθηκε από τη Μαρία Αναστασοπούλου)  
"Πάσο" Χάρης Μελιτάς (1ο βραβείο στίχου)
  (μελοποιήθηκε από τον Γιώργο Φουντούλη)  

"2000 και λοιπά" 

Χάρης Μελιτάς (2ο βραβείο στίχου)
  (μελοποιήθηκε από το Νίκο Λαρυγγάκη)  
"Χάρτινος Παράδεισος" Χάρης Μελιτάς (2ο βραβείο στίχου)
"Είσαι παράξενη ζωή" Αθηνά Λαγού (3ο βραβείο στίχου)
"Τα γαλάζια σου νερά" Νικόλαος Καρίμπας (3ο βραβείο στίχου)
"Απ'την άρχή" Νικόλαος Καρίμπας (3ο βραβείο στίχου)
"Σε μια βαλίτσα" Μαρία Βιτσεντζάκη (3ο βραβείο στίχου)
"Κυριακή" Παντελής Σκαφιδάς (3ο βραβείο στίχου)

"Η ελιά"

Αιμιλία Βαϊτση (2ο βραβείο παιδικού διαγ. ποίησης)
 

 

 

 

ΝΟΝΗ ΣΤΑΜΑΤΕΛΟΥ

 

Μάνα

Το διάνεμά σου μεσ' στο σπίτι
Σαν να μην έχεις φύγει από καιρό.
Κάπου-κάπου θαρρώ πως τις νύχτες
Κάποιος ποτίζει το βασιλικό
Και σα δροσίσει τα χαράματα
Κλείνει απαλά το τζάμι.
Νά ρχεσαι
Να με ξυπνάς
Και να μου σκεπάζεις την πλάτη
Όπως τότε.
Να μου διαβάζεις στη γωνιά μας
απ' το παλιό αναγνωστικό.
Έχει άλλη γλύκα ο Παπαδιαμάντης
απ' το στόμα σου, μάνα
Άλλο βάρος τα Συναξάρια.


 

 

 

Παιχνίδι αιχμηρό

Από μικρό παιδί κάνω παιχνίδια με τις λέξεις.
Μ΄ άρεσε πάντα να τις βάζω στη σειρά
Να τους αλλάζω θέση, να τις κοιτώ από μακριά
Να βάζω ανάμεσά τους άλλες, καινούριες.
Σαν χελιδόνια μοιάζανε στο σύρμα
στου τετραδίου τις γραμμές.
Σαν να μιλούσαν μεταξύ τους
Για κάποιο αιώνιο μυστικό
Για κάποιο μαγικό ταξίδι.
Μου άρεσαν πολύ οι λέξεις που είχαν λ
Όπως κυκλάμινο, λουλούδι, αεροπλάνο
Γιαννούλα, θάλασσα, ποδήλατο, λιμάνι.
Μετά αγάπησα πολύ όλα τα γράμματα
Κι' άρχισαν να μου λεν τα μυστικά τους
Να παίρνουν μόνα τους μια θέση στο λευκό χαρτί
και να μου ψιθυρίζουν τ' όνομά τους.

Καμμιά φορά μου φεύγουν απ' τα χέρια οι λέξεις
Δεν τις προλαβαίνω
Και τρέχουν-τρέχουν και πετούν σαν μεθυσμένες.
Κουράζομαι για να τις κυνηγώ
Μου παίρνει και μερόνυχτα.
Λ ί γ ο ι πιστεύουν ύστερα πόσο πονάει
των λέξεων το παιχνίδι
Και πως τα δάκρυα στο χαρτί κάνουν λακκούβες
και οι λεξούλες μου σκοντάφτουν και χτυπάνε.
Κι' αν είσαι μέσ' σ' αυτούς τους λ ί γ ο υ ς
και μόνο τότε βλέπεις την αλήθεια
Πως είν'η ποίηση παιχνίδι αιχμηρό.
Πως
Καμμιά φορά
για να φτιάξεις ένα στίχο
Ίσως πρέπει να χάσεις ένα φίλο σου
ή ένα κομμάτι της υπόληψής σου.
Πρέπει να εκτεθείς
Αν αγαπάς τόσο πολύ
Τα παιδικά παιχνίδια με τις λέξεις.

 

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΕΝΤΕΔΗΜΟΣ

 

Το Κορίτσι της Κυριακής

Της μοναξιάς μου ύστατο, χαμένο περιστέρι,
το κάθε μεσημέρι, της κάθε Κυριακής,
στη στοργική φωλιά μου ερχόσουν να δακρύσεις
να εξομολογηθείς.

Κορίτσι μου της Κυριακής όπου κι’ αν ταξιδεύεις
νοσταλγικά κι’ αθέλητα τη μνήμη μου παιδεύεις.

Της Κυριακής τ’ απόβραδο άπλωνες την καρδιά σου,
στη θολερή ματιά σου έβλεπα πως πονάς,
τα έρμα όνειρά σου, μου ‘λεγες πως θα σβήσεις,
κι έλεγα: Μη μιλάς !...

Κορίτσι μου της Κυριακής ποιος πόνος σε παιδεύει;
στο πρωινό σου ξύπνημα ποιο χάδι σε πλανεύει;

Στη συντροφιά μου έβλεπες κάποιον να σε κοιτάζει
για το πικρό μαράζι δεν έκανα πολλά,
μονάχα, που σαν σ’ άκουγα, σου στράγγιζα το δάκρυ
και σου ‘ταν αρκετά.

Κορίτσι μου της Κυριακής πώς τα’ χεις καταφέρει!
Πού ακουμπάς τον πόνο σου, ποιος να σ’ ακούει ξέρει;

Τα μυστικά μας πίναμε από κοινό ποτήρι,
δεν σου ‘κανα χατίρι, ανάγκη είχα κι εγώ,
που μέσα απ’ τον καημό σου γυρεύοντας τη λήθη
μάθαινα να ξεχνώ.

Κορίτσι μου της Κυριακής τι σου χει πια ξεμείνει;
στ’ άδειο ποτήρι της σιωπής, ποιος την ψυχή σου πίνει ;

 

 

Ο Γιάννος

 

Χαμπέρι
λύπης και πόνου, άξαφνα, τον καρτερά στα ξένα
πως ο πατέρας πέθανε, του Γιάννου, στο χωριό.
Πέτρωσε κάθε του ματιά στο σκοτεινό του βλέμμα
που μήτε μια δε πρόλαβε, χαρά του, στο γονιό
να φέρει.

Κρύο
πίκρα και θλίψη έσχιζαν στα σωθικά τον Γιάννο
κι’ ατέλειωτα αισθάνθηκε ντροπή και πονεμό
πώς τον γονιό του ξέψυχο στο φέρετρο απάνω
δε θα να του πει του σμίξιμου το χαίρε, μα στερνό
τ' αντίο.

Στην άκρη
πήγε κλεφτά και κάθισε της έρημης αυλής του,
στις αναμνήσεις έφερε τη νιότη ζωντανή,
κύλησε αργά την θύμηση της παιδικής ζωής του
και στράγγιξε στο μάγουλο, σαν αίμα στην πληγή,
το δάκρυ.

Κι ο Γιάννος
λίγο μετά που σκέπασε το λείψανο με χώμα,
την ανηφόρα κίνησε στου λόφου την κορφή,
κει στην ιτιά την ορφανή που έστεκε ακόμα
γονάτισε και έκλαψε μονάχος σαν παιδί,
ο Γιάννος…

 

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ

Η Άγρυπνη Πόλη

Το σούρουπο ξεπρόβαλε
και τ’ άστρα ξελοΐζουν.

Η βάβω με την αγιαστούρα
ξορκίζει τα λάγια πνεύματα
κι οι κουτσαβάκηδες στους δρόμους
παραπαίουν απ’ τη νεφελώδη ζάλη.

Ο πολιτσμάνος με τη γλαυκή στολή
βιγλίζει στα μεϊντάνια
όπου παιδικά γέλια
πλέκουν μελωδικές νιφάδες.

Σ΄εκείνον τον τεκέ,
που αλυχτάνε οι μυγδαλιές
και κλαιν τα γιασεμιά,
μια χούφτα άνθρωποι
σταλάζουν σάλαγο
στη ροζιασμένη τους ψυχή.

Η πόλη δεν κοιμάται.
Η θημωνιά με τις κραυγές
τα πάντα τα σκεπάζει.
 

 

Διαπιστώσεις σε Νεκρό Χρόνο

Ξήλωσες το χρόνο απ' τη ζωή σου
αλλά δεν γόγγυξες.
Και τώρα
οι ιαχές και οι κραυγές
κραδαίνουν το μυαλό σου.

Το δρόμο με τις φιλύρες
μην τον διαβείς,
άγνωστο φως ξαίνει τις στροφές του.
Και το μονοπάτι
με τα μαραμένα οπάλια
φέρνει τη λησμονιά.

Με το νερό της ανίας
έπνιξες την οργή σου.
Λίγα ψήγματα έμειναν
και το μούχρωμα τα κάλυψε.

Βαλσαμωμένες σύλφες
υφαίνουν το έρεβος.
Κι εσύ,
τον Πρίαπο καλείς
σε μιαρή τελετουργία.

Άκου...
Μαλαματένια δάχτυλα
μιαν άρπα χαϊδεύουν.

Το τρένο σε λίγο φεύγει.
Τα δάκρυά σου κάνε φυλαχτό
να τo ‘χεις για το μακρύ ταξίδι.

 

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ

Αστικός Λαβύρινθος

Το σκουριασμένο αγέρι
άρχισε το μοιρολόι
κι οι ματωμένες λεύκες
κλαίνε με κρουσταλλένιο δάκρυ
που καίει τ’ αλαργινό τοπίο.

Νύμφη με τη χρυσή ρομφαία
και τα λιωμένα σου φτερά,
τα νηπενθή σου λόγια δεν αρκούν.
Στάσου κι αφουγκράσου τη σιωπή
που κάτι θέλει να σου μηνύσει.

Οι λουίζες και τα γιασεμιά
στη λήθη αποκοιμούνται
και για σεντόνι έχουν
τη λαβωμένη πάχνη.

Νύμφη με το ροδόχρου πέπλο
κλέψε λιγάκι φως
κι άρχισε να τρέχεις,
από το μέλανα λαβύρινθο
γρήγορα να βγεις.

 

 

ΧΑΡΗΣ ΜΕΛΙΤΑΣ

Ο επιβάτης

«Δεν πάω πουθενά», είπε ο επιβάτης
στον έκπληκτο ελεγκτή του μετρό.
«Επομένως, γιατί μου ζητάτε εισιτήριο;»
Ο συρμός σταμάτησε για λίγο
προκαλώντας, την εύλογη αγανάκτηση του κόσμου.
«Ακούστε θράσος!» σχολίασε
η κυρία με τις κόκκινες μπότες.
«Εγώ που καίγομαι ν’ αλλάξω ένα πουκάμισο
ούτε που σκέφτηκα να παρακάμψω
τη μηχανή εκδόσεως εισιτηρίων».
«Ο νόμος είναι νόμος κύριε»,
επικρότησε ο συνταξιούχος εφέτης.
«Προέχει η εξόφληση του χρέους σας.
Μια καθυστέρηση θα με εκθέσει ανεπανόρθωτα
στους φίλους που με περιμένουν στου Zonars».
Ο επιβάτης έβγαλε απ’ την τσέπη του
μια χούφτα πολύχρωμες καραμέλες.
«Ό,τι έχετε ευχαρίστηση», παρακάλεσε,
διασχίζοντας αργά το βαγόνι.
«Έχετε δίκιο, πρέπει κι εγώ να πληρώσω,
αφού κατεβαίνουμε όλοι στην ίδια στάση».

 

 

Πάρτι γενεθλίων

Σήμερα κλείνω χρόνο
μελλοθάνατος.
Δίχως αμπάρες
και ανήλιαγα κελιά,
μόνο μ’ αυτό το τατουάζ
που χτύπησα για σένα:
«Ο δρόμος για το Γολγοθά
περνάει απ’ την αγάπη».

Σαν σήμερα στ’ αστέρια
παραδόθηκες.
Τόσα στεφάνια
και ανώφελοι ψαλμοί,
όμως δεν άντεξε κανείς
τα λόγια σου να ψάλει:
«Μακάρι ν’ αγαπούσαμε
τα εφήμερα πιο λίγο».

Η μαύρη σοκολάτα
μόλις έφθασε.
Ώρα να βάλω
το θανάσιμο ταγκό
και με πιοτά απατηλά
να βυθιστώ στη νύχτα.
«Μόνο, σαν σβήνω το κερί,
να μου κρατάς το χέρι».

 


 

ΜΑΡΩ ΒΛΑΧΑΚΗ - ΒΟΥΔΟΥΡΟΓΛΟΥ

Αγιόκλημα και Μύρο μου.

Ψυχή που άντεξε ατέλειωτο χειμώνα
σε μια ανοιξιάτικη βροχούλα ναυαγεί.
Δωσ’ της να πιει μία σταγόνα μαυροδάφνη
από του πόθου σου τ’ αμίλητο κρασί.

Μέσα στα μάτια σου της μοναξιάς η πάχνη
κρύβει το όνειρο, αθέατο νησί.
Παιδιά ας γίνουμε που ταξιδεύουν μόνα
για της αγάπης την αστείρευτη πηγή.

Αγιόκλημα και Μύρο μου
οι άνθρωποι τριγύρω μου
αχάριστοι και κακοπληρωτές.
Νοθεύουν το ροδόσταμο
με λόγο αθυρόστομο,
οι ίδιοι οι κριτές υποκριτές.

Ψυχές χωρίς παρέες φιλικές,
παλιές αυλές καινούριες φυλακές.
Ψυχές χωρίς κουβέντες πια γλυκές,
Ελλάδα φυτεμένη φοινικιές.

Αγιόκλημα και Μύρο μου
τυλίξου γύρω-γύρω μου

Ψυχή που αγρύπνησε να γράψει ιστορία,
σ’ ένα νανούρισμα γυρεύει ν’ αφεθεί.
Δωσ’ της πνοή για να γυρνούν του χρόνου οι μύλοι
και να μας δώσουν την αγάπη απ’ την αρχή.

Νύμφες τα όνειρα να στρώνουν χαμομήλι
εκεί που ο έρωτας θα βγει για να λιαστεί.
Παιδιά ας γίνουμε που αποφασίζουν μόνα
αν θα διαλέξουν το Χριστό ή το ληστή.

Αγιόκλημα και Μύρο μου
τυλίξου γύρω-γύρω μου.

 

Πρωτομαγιά

Πάνω απ’ τ’ άγρια κύματα,
του νου σου τα ξανοίγματα,
σαν ουρανοί πλαταίνουν.
Κι εγώ ένα απ’ τα γύρω σου
που μοναχά σωπαίνουν,
πονώ για όσα σου χάλασα.
Μίλα μου σε παρακαλώ
μονάχα για τη θάλασσα.

Μοναδική μου συντροφιά
του πόνου μου παρηγοριά
μακρόσυρτο τραγούδι.
Και συ ένα απ’ τα γύρω μου
φαρμακερό λουλούδι,
πονάς για όσα σου χάλασα.
Μίλα μου σε παρακαλώ
μονάχα για τη θάλασσα.

Πρωτομαγιάς μηνύματα
όρκοι με φτερουγίσματα
σαν τα πουλιά μακραίνουν.
Και γω ένα απ’ τα γύρω σου
που μοναχά σωπαίνουν,
πονώ για όσα μου χάλασες
σα μου ’μαθες πως ειναι μια
όλου του κόσμου οι θάλασσες.

 

 

Η αγάπη έχει αργοπορήσει

Σαν τζάμι σε παράθυρο με πέτρα τσακισμένο,
έτσι και συ καρδούλα μου, παντού έχεις κοπεί.
Σαν άνεμος που ζήλεψε μπαλκόνι ανθισμένο,
ληστεύει τη χαρά μου η σιωπή.

Ζωούλα μου πολύκαιρη, ζωή μου παλιωμένη,
κούκλα που της ξεθώριασαν τα ρούχα που φορεί
μα ο έρωτας μικρό παιδί που κλαίει κι επιμένει
στα χέρια του σφιχτά να σε κρατεί.

Χαμογέλασέ μου να χαρείς
η αγάπη έχει αργοπορήσει.
Ρίξε με το φως μιας αστραπής
την Ανατολή σου μες στη Δύση.

Στολίστηκες, δροσούλα μου, σε λόγια μαραμένα.
Σε μια ζωή ποιος πίστευε η αγάπη να ’ναι μια.
Λιμπίστηκες, ψυχούλα μου, πολλά και μπερδεμένα
και ζεις σε πολυσύχναστη ερημιά.

Ξέστρωσε το κρεβάτι μου, αγάπη μεταξένια.
Τι κι αν εγώ τυλίχτηκα σε πέλαγα βουβά.
Κλείδωσα τις ανάσες μου μες σε δωμάτια ξένα,
μα θ’ ανεβώ σε όνειρα βουνά.

Χαμογέλασέ μου να χαρείς
η αγάπη έχει αργοπορήσει.
Ρίξε με το φως μιας αστραπής
την Ανατολή σου μες στη Δύση.
 

 

ΧΑΡΗΣ ΜΕΛΙΤΑΣ

Πάσο

Κανείς,
από τους φόβους μου δεν έλειψε κανείς
όλος ο θίασος σκιών επί σκηνής
καθώς μου φεύγεις.
Κλειστά,
τα παραμύθια μου θα μείνουνε κλειστά
ήσουνα πάντα μια σελίδα πιο μπροστά
και μου ξεφεύγεις.

Χτίσαν τα όνειρα κι η νύχτα δεν περνά
δεν βλέπω τίποτα δικό μου πουθενά
μόνο ένα τραύμα.
Είναι παράλογη αυτή η εποχή
το ίδιο κόστος αθωότης κι ενοχή
κι ούτε ένα θαύμα.

Κανείς,
από τους φίλους μου δεν έλειψε κανείς
μάρκες και τράπουλα για λόγους προφανείς
μήπως ξεχάσω.
Καιρό,
ύστατο φύλλο στο καρέ σε καρτερώ
σε άλλη τράπουλα μου κρύβεσαι θαρρώ
και πάω πάσο.

Χτίσαν τα όνειρα κι η νύχτα δεν περνά
δεν βλέπω τίποτα δικό μου πουθενά
μόνο ένα τραύμα.
Είναι παράλογη αυτή η εποχή
το ίδιο κόστος αθωότης κι ενοχή
κι ούτε ένα θαύμα.
 

2000 και λοιπά

Τρομερά σέντερ φορ
που ανοίγουν το σκορ
και το κλείνουν συγχρόνως
φοβισμένοι αστοί
νοθευμένοι, πλαστοί
θα περάσει ο χρόνος.

Αμαρτίες κρυφές
ζιγκολό κι αδερφές
θα κυλήσουν οι μήνες
σε γραφείο μικρό
μ’ ένα γέλιο πικρό
και πεντέξι κηφήνες.

2000 και λοιπά, χρόνια χωρίς πυξίδα
Μοιάζει το σήμερα θηλιά, το αύριο παγίδα.
2000 κι η ζωή, κανάλι που δεν πιάνεις
πεθαίνεις κάθε Κυριακή κι ακόμα να πεθάνεις.

Σ’ αδιάφορες παμπ
και σε ύποπτα κλαμπ
για ταυτότητα ψάχνεις
μα ο χρόνος περνά
και σε πνίγει ξανά
ο ιστός της αράχνης.

Οπτασίες του νου
στ’ ανοιχτά του κενού
σε χαϊδεύει το κύμα
σαν ξυπνάς το πρωί
κεραυνός η ζωή
και θολώνει το σήμα

2000 και λοιπά, χρόνια χωρίς πυξίδα
Μοιάζει το σήμερα θηλιά, το αύριο παγίδα.
2000 κι η ζωή, κανάλι που δεν πιάνεις
πεθαίνεις κάθε Κυριακή κι ακόμα να πεθάνεις.


ΑΘΗΝΑ ΛΑΓΟΥ

Είσαι παράξενη ζωή

Είσαι παράξενη ζωή, τα πάντα μας αλλάζεις
είμαστε εμείς τα πιόνια σου και όπως θες μας βάζεις
αφήνεις να νομίζουμε πως σ' 'εχουμε στο χέρι
μα αλήθεια ένας άνθρωπος δεν το' χει καταφέρει

Έχεις τη δύναμη εσύ και όλα τα ορίζεις
κάστρα γκρεμίζεις ρε ζωή κι απ' την αρχή τα χτίζεις
έχεις τη μοίρα αδερφή κι όλα είναι γραμμένα
μα τα μελλούμενα δεν λες.. τα έχεις φυλλαγμένα

Είσαι ποτάμι ρε ζωή που συνεχώς κυλάει
και στα νερά του κολυμπώ κι όπου η ορμή με πάει
ένα παιχνίδι είσαι ζωή που ξέρει και μας παίζει
και ανοιχτά εμείς χαρτιά επάνω στο τραπέζι

Δεν σε νικά ποτέ κανείς...έτσι είναι η ιστορία
και μόνο εσύ είσαι ικανή να αλλάξεις τα βιβλία
την πένα την κρατάς εσύ, κι εκείνη γράφει "ζήσε"
και μόνο ο θάνατος μπορεί να σου προστάξει "σβήσε"

 

     
     
     

 

copyright © 2008 Foudoulis' Conservatory

designed by